Peg Leg Sam

  Ο Sam ξεκίνησε να δουλεύει χαμάλης στο Burgundy τα χρόνια της μεγάλης φτώχειας. Είχε πλάκα αυτός ο τύπος! Τότε ήταν ήδη πολύ μεγάλος. Το πρόσωπό του άσχημα αποστεωμένο και τα χέρια του γεμάτα ρόζους. Το στόμα του ήταν φαφούτικο και είχε στραβώσει προς τη μια μεριά, δίνοντάς του ένα μόνιμο αλλόκοτο χαμόγελο. Δούλεψε 2-3 χρόνια στο μαγαζί του Chester. Πολλοί τον θυμούνταν σαν να ήταν ένα φάντασμα. Ένα από τα καλά φαντάσματα σίγουρα. Δε λέω πως ο γέρο-Sam ήταν άγιος, αλλά ο τρόπος που γελούσε μετά από κάθε πρότασή του (μ’ αυτή την ακατανόητη νότια προφορά) και τα χωρατά και οι ιστορίες του έκαναν του πάντες να τον αγαπάνε.
 Ήταν τεμπελχανάς ο άτιμος. Κάθε φορά που του ‘μενε λίγος χρόνος ελεύθερος, έβρισκε παρέα ανάμεσα στους θαμώνες του μαγαζιού και καθόταν μαζί τους συμμετέχοντας στις πλάκες τους, καπνίζοντας και που και που κατεβάζοντας και κανα ποτό. Όλοι ήξεραν ότι ο Sam είχε ζήσει μια ζωή ίση με τρεις σαν αυτές που ξέρανε τότε οι άνθρωποι. Κάθε που τον έπιανε το κέφι, αμολούσε και μια ιστορία. Το πόδι του δε το ντρεπότανε. Μάλιστα, είχε πει κάμποσες φορές την ιστορία για το πώς το είχε σακατέψει.

 Όταν ο Sam ήταν μικρός, δούλευε μαζί με τα 7 αδέρφια του στο περιοδεύον σόου του πατέρα του, μαζί με ένα θίασο άλλων 20 ατόμων. Το σόου τους περιλάμβανε κλόουν, ζογκλέρ και φυσικά τραγουδιστές, και ταξίδευαν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του νότου. Όταν ο Sam έγινε 23, σιχάθηκε τη δουλειά στο θίασο. Είχε βαρεθεί να ράβει κοστούμια, να μακιγιάρει νάνους και χορεύτριες και πάνω απ’ όλα είχε κουραστεί όλες εκείνες τις κατσάδες του πατέρα του για το παραμικρό. Μέχρι να κλείσει τα 18, ο Sam έτρωγε ξύλο με τη ζώνη, ακριβώς όπως και τα αδέρφια του. Όταν πια ενηλικιώθηκε, το ξύλο σταμάτησε, αλλά όχι και η ψυχολογική βία. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι περίεργο που με τέτοια ζωή ο Sam μπορούσε και ήταν τόσο γελαστός τύπος στα γηρατειά του.
 Ένα βράδυ λοιπόν, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1883 ο Sam σήκωσε για πρώτη φορά κεφάλι στον πατέρα του. Είχαν κατασκηνώσει με το θίασο ακριβώς έξω από ένα χωριό κοντά στο Winnsboro και ξεκουράζονταν πριν τον προγραμματισμένο σαματά της πρώτης μέρας της εμφάνισής τους εκεί. Ο Sam συνάντησε τον πατέρα του στη μεγαλόπρεπη σκηνή του (μεγαλόπρεπη σήμαινε απλώς πως χωρούσε να κοιμηθεί λίγο πιο άνετα από τους υπόλοιπους που ήταν στοιβαγμένοι).
-        Πού είναι το κουστούμι του «ιπτάμενου», Sam;
«Ιπτάμενος» λεγόταν ένα από τα πιο πετυχημένα νούμερα του σόου.
-        Νομίζω πως το ξεχάσαμε στην τελευταία στάση, κύριε.
«Κύριε»… καθόλου δεν του κολλούσε του γέρο-Jackson το κύριε, αλλά του Sam του είχε κολλήσει από εκείνη τη μέρα που ήταν δώδεκα κι ο πατέρας του πάνω στο ξύλο που του έδινε, μέσα στο μεθύσι του του έσπασε το αριστερό του χέρι. Από τότε ο Sam έτρεφε γι’ αυτόν έναν απερίγραπτο τρόμο, αλλά κι ένα μίσος που δε θα έμενε μέσα του για πολύ ακόμα.
-        Ποιος το ξέχασε, Sam; Ήμουν μήπως εγώ;
-        Όχι, κύριε.
-        Ποιος ήταν τότε Sam, αγόρι μου;
-        Εγώ το ξέχασα, κύριε. Θα μου παράπεσε κάπου καθώς μάζευα τα υπόλοιπα.
-        Ω, σταμάτα τώρα τις δικαιολογίες, του είπε με ήρεμη και δήθεν ζεστή φωνή. Με τον ίδιο διεστραμμένο τόνο συνέχισε:
-        Πιστεύεις πως πρέπει να αρχίσω να χρησιμοποιώ πάλι τη ζώνη, Sam; Τι λες; Αν σου δώσω μοναχά δύο ή τρεις ξυλιές με τη ζώνη, πιστεύεις πως θα σου ξανα…παραπέσει κάποιο κουστούμι; Ε; ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΙΛΑΣ ΜΙΚΡΟ ΜΠΑΣΤΑΡΔΑΚΙ;!
 Ο τόνος του άλλαξε ξαφνικά με τρόπο που είχε μάθει να περιμένει ο Sam. Δεν είχε μάθει όμως και να μη σοκάρεται, κάθε φορά που ο πατέρας του έβγαινε εκτός εαυτού. Ο Sam δεν την άντεχε αυτή την πίεση πια. Λίγο πριν αρχίσει κι αυτός να φωνάζει, ξέσπασε σε κλάματα, που διόλου δεν μαλάκωσαν τον τόνο του πατέρα του:
-        ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; ΚΛΑΙΣ; ΚΛΑΙΣ ΡΕ ΣΚΑΤΟΠΑΙΔΟ; ΤΙ ΘΑ ‘ΛΕΓΕ ΡΕ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΑΝ ΣΕ ‘ΒΛΕΠΕ; ΤΗ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΡΕ ΣΚΑΤΟΠΑΙΔΟ ΠΟΤΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ; ΠΟΥ ΕΦΤΥΝΕ ΑΙΜΑ ΝΑ ΣΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ…
-        Μην την ξαναβάλεις στο στόμα σου τη μαμά, είπε ο Sam ανάμεσα στα αναφιλητά του, με τόνο παιδικό.
-        Τι είπες…;
-        Είπα να μην ξαναβάλεις στο βρωμόστομά σου το όνομα της μάνας μου, το κατάλαβες γέρο-μεθύστακα;
Ο Jackson σοκαρίστηκε από τα λόγια που έβγαιναν (για πρώτη φορά) από το στόμα του γιού του. Πραγματικά δεν ήξερε τι να πει, αλλά δε χρειάστηκε, γιατί συνέχισε ο Sam να μιλάει:
-        Άκου να δεις… δε με νοιάζει αν τη βαράς τη μικρή, και τους άλλους τέσσερις. Αν αυτοί μπορούν και το αντέχουν, πρόβλημά τους. Εμένα δε θα με ξαναενοχλήσεις, τ’ ακούς;
-        Μπα, σοβαρά; Και γιατί, παρακαλώ;
-        Γιατί θα φύγω. Θα φύγω και στο υπόσχομαι πως δε θα με ξαναδείς ποτέ στα μάτια σου… στα κόκκινα απ’ το ποτό μάτια σου!
-        Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι μικρέ; Δε σέβεσαι τον πατέρα σου; Αυτόν που σε ταΐζει και που σου δίνει δουλειά; Πού θα ήσουν παλικάρι μου αν δε σε τραβούσα εγώ από πίσω μου; Πίσω στο χωράφι; Ε; θα φυλούσες τα παπούτσια κάποιου ασπρουλιάρη, που ταυτόχρονα θα σε έφτυνε; Παρ’ το απόφαση, μικρέ. Δε μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα. Θα ξεχάσω το μικρό σου ξέσπασμα και από αύριο θα δούμε πόσο σε νοιάζει για τα αδέρφια σου… θα είσαι και πάλι στην ίδια μοίρα μ’ αυτούς. Τώρα χάσου από μπροστά μου.
 Όταν έρχεσαι σε τέτοια αντιπαράθεση με τον πατέρα σου, η αρχική δόση αδρεναλίνης που σε κάνει τελικά να μιλήσεις, πολλές φορές δεν είναι αρκετή για να υποστηρίξεις τη μάχη που μόλις άρχισες. Κάπως έτσι ένιωθε ο Sam, που είχε μείνει σιωπηλός όλη αυτή την ώρα που ο πατέρας του μιλούσε, και τώρα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν κι έπειτα σηκώθηκε και βγήκε από τη σκηνή, παίρνοντας το δρόμο για το δικό του κρεβάτι.

Αυτός ο παλιάνθρωπος ο Jackson νόμιζε ότι είχε επιβληθεί για άλλη μια φορά στον γιό του και, παρά την ταραχή που του προκάλεσε αυτή η… εξέγερση, κοιμήθηκε ήσυχος εκείνο το βράδυ, αγκαλιά με το μισογεμάτο του φλασκί.
 Την ίδια στιγμή, ο Sam έβαζε μέσα στην παλιά βαλίτσα που χρησιμοποιούσε ο κλόουν στο νούμερό του κάποια από τα ρούχα του, τις δυο φυσαρμόνικές του και το φυλαχτό που του ‘χε πλέξει η μάνα του. Έκανε όσο πιο αργές κινήσεις μπορούσε, για να μη ξυπνήσει όλο το θίασο που κοιμόταν γύρω του, αλλά ένιωθε τόση ένταση, που η υπερκινητικότητά του έκανε μεγάλο σαματά. Το είχε πράγματι αποφασίσει: θα έπαιρνε δρόμο από το θίασο και τη φυλακή που κατοπτριζόταν στο βλέμμα του πατέρα του. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο μάταια έβρισκε τη διαδικασία αυτή με τη βαλίτσα. Έτσι κι αλλιώς, αν όντως το έσκαγε με τον τρόπο που σχεδίαζε, δε θα μπορούσε να κουβαλήσει εύκολα τη βαλίτσα μαζί του.
 Άρπαξε το φυλαχτό της μάνας του και τις φυσαρμόνικες και βγήκε πάλι στη γλυκιά δροσιά του Σεπτέμβρη.

 Όταν απομακρύνθηκε από την κατασκήνωση που ‘χε στήσει ο θίασος, βάλθηκε να εντοπίσει τις ράγες του τραίνου. Μέσα στη νύχτα και με μοναδικό φως αυτό του φεγγαριού, ήτανε δύσκολο εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, λίγη ώρα αργότερα, τον βοήθησε ο σαματάς ενός τραίνου που ερχόταν απ’ το βορρά. Ακολούθησε το ένστικτό του μα, όταν βρήκε τις ράγες, το τραίνο είχε πια περάσει και εκείνος δεν είχε καταφέρει να πηδήσει. Είχε απομείνει μόνο να κοιτάζει τα τελευταία του βαγόνια να απομακρύνονται, θαρρείς κοροϊδευτικά.
 Έκατσε μέσα στο σκοτάδι να ξαποστάσει λίγο και να σκεφτεί γι’ άλλη μια φορά το φευγιό του. Αν μαντεύω σωστά, το σκεφτόταν για αρκετά χρόνια έπειτα από τότε. Όταν βρήκε την ανάσα του και πάλι, ξεκίνησε με αργό βήμα  να περπατάει πάνω στις ράγες, μέχρι να φανεί το επόμενο τραίνο. Είχε βγάλει τη μια φυσαρμόνικα από την τσέπη και βάλθηκε να μιμείται τον ήχο της ατμομηχανής*.

 Όταν το επόμενο τραίνο άρχισε να δονεί με την ιλιγγιώδη του ταχύτητα τις ράγες, ο Sam κόντευε να κοιμηθεί όρθιος. Μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα να περπατήσει όλο το βράδυ, γιατί τώρα δεν θα ‘ταν έτοιμος να πηδήξει πάνω στο τραίνο.
 Αυτό το πήδημα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Sam το ‘χε μάθει βέβαια καλά από τα χρόνια που ταξίδευε με τον θίασο, θυμόταν όμως και κάποιους που δεν τα ‘χαν καταφέρει και πολύ καλά κατά καιρούς.
 Όταν το τραίνο εμφανίστηκε στη στροφή, ο Sam κατέβηκε απ’ τις ράγες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να πηδήσει στο βαγόνι.
 Το τραίνο τώρα ούρλιαζε καθώς περνούσε απίστευτα γρήγορα από μπροστά του κι ο Sam, με αδρεναλίνη ίδια με την χθεσινοβραδινή, πήδησε με δύναμη προς το τέταρτο βαγόνι.
 Ήταν ένα απαίσιο σάλτο, πραγματικά. Το σώμα του Sam στην ουσία χτύπησε πάνω στο βαγόνι και τινάχτηκε πίσω. Έτσι, ο Sam κατέληξε στο έδαφος, με το πόδι του να προεξέχει με μια πολύ παράξενη γωνία, που ο Sam δεν είδε ποτέ γιατί λιποθύμησε.

Το άλλο πρωί, τον βρήκανε κάτι γελαδάρηδες, έξω από το διπλανό χωρίο, την προηγούμενη στάση του θιάσου. Είχε μείνει στην ίδια στάση μέχρι αργά το πρωί και είχε παγώσει από το κρύο της αυγής. Τον πήγαν άρον-άρον στο χωριό μήπως καταφέρουν να σώσουν το πόδι του και εν τέλει δεν τα κατάφεραν κι άσχημα. Εντάξει, ο Sam δε χόρεψε ποτέ από τότε κι ύστερα, μπορούσε όμως να χρησιμοποιεί το πόδι του αρκετά ώστε να δουλέψει αργότερα χαμάλης.
 Στα 70 του.
 Όταν ανάρρωσε το πόδι του και μπορούσε να το πατήσει, πήγε στο σταθμό του τραίνου για να ξεκινήσει αυτό που δεν κατάφερε να ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ.
 Έκατσε πίσω-πίσω στο βαγόνι για τους μαύρους και κοίταξε απ’ το παράθυρο. Ήταν ένα μικρό τραίνο. Μια ασήμαντη διαδρομή από ‘κει προς το Νότο, όπου δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε. Οι ιστορίες του μόλις ξεκινούσαν.
 Κάπως έτσι ένιωθε κι αυτός.
 Ταυτόχρονα, έτριβε λίγο το πόδι του, που τον πονούσε ακόμα. Δεν είχε καταφέρει να πηδήξει πάνω στο βαγόνι όπως του ‘χε μάθει ο πατέρας του.
 Ο πατέρας του…
 Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια του όταν το τραίνο σφύριξε για την αναχώρησή του. Ο Sam ένιωθε τον πόνο που νιώθει κάποιος όταν μισεί κάποιον που αγαπάει.








*Peg leg Sam - Fast freight train