Drunk notes in the hiding spot

 Η παρουσία μου εκεί ξεκίνησε και τελείωσε με τρεις νότες μιας κιθάρας. Ο πιθηκόμορφος που καθόταν στη γωνία κι έπαιζε μουσική όλο το βράδυ, ήταν πια τόσο μεθυσμένος, που τα μπλουζ του ακούγονταν σαν σκόρπιες νότες βαλμένες σε τυχαία σειρά.Ήταν όμως ήδη τέσσερις και οι υπόλοιποι στο μαγαζί ήταν το ίδιο μεθυσμένοι. Κάποιοι απ' αυτούς μπορεί και να τα απολάμβαναν τα τραγούδια του.
 Εγώ βρέθηκα εκεί κατά τύχη. Έψαχνα κάποιο μέρος να κρυφτώ και χώθηκα σ' αυτό το μπαρ. Δε μπορώ να πω πως ήταν και το καλύτερο καμουφλάζ, γιατί από τον κόσμο που βρισκόταν εκεί, μόνο εγώ ήμουν λευκός. Σαν τη μύγα μεσ' το γάλα...ή τέλος πάντων το ανάποδο. Εύκολα με αναγνώριζε κάποιος. Μετά το ξανασκέφτηκα. Εγώ μπορεί να μη τη γνώριζα καλά αυτή την πόλη, αυτά τα τσακάλια που με κυνηγούσαν πάντως την είχαν φάει με το κουτάλι. Έτσι, σίγουρα ήξεραν πως τούτο το μέρος είναι στέκι μαύρων και δε θα με αναζητούσαν εδώ.
 Μετά από λίγο βγήκα από τον πανικό του κυνηγητού και άρχισα να περιεργάζομαι το χώρο. Δεν ήταν κι άσχημο το μέρος... Μου 'κανε πάντως εντύπωση που ο μόνος λευκός εκεί μέσα (πέρα απο 'μενα δηλαδή) ήταν αυτός που καθόταν πίσω από το μπαρ. Κοντός, με μικρά γυαλιστερά μάτια και μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω. Ήταν επίσης ο μόνος που δεν ήταν μεθυσμένος.
 Του έκανα νόημα από την άλλη άκρη του μπαρ και ήρθε να μου πάρει παραγγελία.
 "Ένα διπλό ουίσκυ", είπα. Είχα χρόνο. Χωρίς να μου χαρίσει ούτε ένα βλέμμα παραπάνω, ο τύπος έφυγε από μπροστά μου κι επέστρεψε μετά από λίγο με ένα ποτήρι κι ένα μπωλ ξηρούς καρπούς.
 Του ανταπέδωσα την αδιαφορία και γύρισα να κοιτάξω τον κιθαρίστα. Έπαιζε ήσυχα κομμάτια μα φαινόταν πως μέχρι πριν από λίγο γινόταν τρελό κέφι εκεί μέσα. Έτσι μαντρωμένους που τους έχουν τους μαύρους, λογικό μου φαίνεται να ξεσαλώνουν τη νύχτα.
 Κόντεψα να φτύσω την πρώτη γουλιά απ' το ουίσκυ. "Τι σκατά είναι αυτό;" ρώτησα τον τύπο, που μάντευα πως ήταν ο Chester που έλεγε το όνομα του μαγαζιού.
- Μουν-σάιν.
- Δεν έχεις τίποτα καλύτερο;
- Τρελός είσαι ρε φίλε; Και τέτοιο που έχω πολύ είναι για τα χρόνια που ζούμε. Μα δε νομίζω να μείνουν έτσι τα πράγματα για πολύ...
 Ξαναέφυγε κι έμεινα να σκέφτομαι... Εμείς κοντεύουμε να σκοτωθούμε για να περάσουμε λίγο καλό αλκοόλ, κι αυτοί είναι χαρούμενοι με το καλαμποκίσιο χυσαμόλι τους. Κι εγώ πάντως δεν πίστευα πως θα κρατου΄σε πολύ η ποτοαπαγόρευση. Ήδη κρατούσε 10 χρόνια τώρα αυτή η ιστορία και τα ρεμάλια της μαφίας ήξεραν πια πολλούς τρόπου να διακινούν ποτό - αν ήθελαν.
 Για κάτι τύπους σαν κι εμένα, ήταν ένας απλός - αν και λίγο επικίνδυνος - τρόπος να βγάλεις μερικά λεφτά. Εδώ μπορεί να μην είναι νότος, όμως σίγουρα τα πράγματα είναι πιο χαλαρά. Μόνο τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει οι μπάτσοι πιο ενοχλητικοί. Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που βρέθηκα στο Chester's Burgundy εκείνο το βράδυ.
 Μου το 'χε πει ο Tommy πως θα 'σκαγαν οι μπάτσοι σήμερα το βράδυ, γιατί κάποιος τα 'χε σκατώσει και μας πήρανε χαμπάρι.
 Από τότε που γνωρίστηκα με τον Tommy, έχουμε κάνει καλά λεφτά, αν και τώρα δεν είναι το ίδιο με τα πρώτα χρόνια και, αν όντως η ποτοαπαγόρευση σπάσει σύντομα, θα πρέπει να βρούμε κάτι άλλο να κάνουμε. Πάντως μέχρι να 'ρθει αυτή η μέρα, θα κόβουμε βόλτες κάτω απ' τη φτερούγα της μαφίας.
 Ήμουν σίγουρος πως οι μπάτσοι θα με ψάχνανε ακόμα, οπότε κατέβασα και την τελευταία γουλιά του ποτού μου κι έκανα νόημα στον τύπο.
- Να στο γεμίσω;
- Όχι, όχι. Φτάνει για σήμερα. Θέλω όμως μια χάρη.
- Τι χάρη δηλαδή;
- Να μου δείξεις που είναι η πίσω πόρτα. Παίζω κρυφτούλι με κάτι  ένστολα αγοράκια και μπορεί να με βρουν, ακόμα κι εδώ μέσα.
 Δεν έμοιασε να εκπλήσσεται. Άλλωστε, φαινόταν από τους τύπους που δεν εκπλήσσονται ποτέ. Επίσης, δεν αποκλείεται να του 'χει ζητήσει κι άλλη φορά πελάτης κάποια παρόμοια χάρη.
 Τον ακολούθησα ως την άλλη άκρη του μπαρ, περνόντας δίπλα από τον τύπο που έπαιζε κιθάρα. Η ώρα κόντευε πέντε, αλλά αυτός δεν έλεγε να σταματήσει. Ήταν κάπως λυπηρό θέαμα. Έπαιξε τρει νότες που ακούστηκαν σαν ξεκούρδιστο κουδούνι, κι εκείνη την ώρα ακριβώς μπήκαν στο μαγαζί οι ένστολοι φίλοι μου.
 "Πρέπει να βιαστούμε τώρα, φιλαράκο", είπα κι έπιασα τον Chester από το μπράτσο, επιταχύνοντας το βήμα μου. Προσπεράσαμε την τουαλέτα και μου 'δειξε μια πόρτα που οδηγούσε στο δρομάκι πίσω από το μαγαζί.
 Πήδηξα τα τρία σκαλοπάτια και βάδισα προς τον κεντρικό. Δεν έπρεπε να χασομερήσο τόσο. ήταν προφανές πως θα με 'βρισκαν. "Το 'χεις πάρει πολύ χαλαρά" μου 'λεγε ο Tommy, "και θα το φας το κεφάλι σου!". Μπορεί και να 'χει δίκιο, δεν ξέρω.
 Μάντευα πως το σπίτι μου δε θα παρακολουθούνταν πια, κι αποφάσισα να ρίξω έναν ύπνο όσο προλάβαινα. Είναι περίεργες μέρες. Πρέπει να κοιμάμαι λίγο και να σκέφτομαι πολύ.
 Χώθηκα μέσα στο παλτό μου και, στρίβοντας στη γωνία, έγινα ένα με την πρωινή ομίχλη.

"Have you been in the Burgundy, baby?"



 Μου κάνει εντύπωση που στις φωτογραφίες που ‘χω δει από παλιότερες εποχές, παρατηρώ ελάχιστες διαφορές όσον αφορά τη διαρρύθμιση του χώρου του Burgundy. Το βαρύ ξύλινο μπαρ φαίνεται έτσι κι αλλιώς ασήκωτο, κι αναρωτιέται κανείς πώς το έφερε εκεί μέσα ο μικροκαμωμένος ιδιοκτήτης. Και τα υπόλοιπα όμως, οι δυο μεγάλες βιβλιοθήκες (ο,τι απέμεινε από το βιβλιοπωλείο του πατέρα του), ο μεγάλος καθρέφτης αλλά και μερικά από τα έπιπλα, έχουν μείνει απ’ ότι φαίνεται στην ίδια θέση από το ’28.
 Εφόσον ο χώρος ήταν σχεδόν ίδια διαμορφωμένος, δεν αμφιβάλλω πως και τότε, μερικές δεκαετίες πριν, ήταν το ίδιο ζεστός.
 Άκουσα κάποτε μια ιστορία σχετικά με το πότε παίχτηκε για πρώτη φορά ζωντανή μουσική μέσα στο Chesters Burgundy. Ο λόγος που έχει μείνει αυτή η πληροφορία χαραγμένη στο μυαλό μου, είναι όλες αυτές οι αναμνήσεις που έχω απ’ αυτό το μέρος. Οι περισσότερες περιέχουν και κάτι το μουσικό. Και λογικό άλλωστε, αφού το Burgundy ήταν πάντα ένα μεγάλο jukebox, είτε αυτό σήμαινε ζωντανή μουσική, είτε σήμαινε βινύλια που έπαιζαν από το απόγευμα μέχρι να κλείσει το μαγαζί πολύ αργά τη νύχτα.
 Για να μην τα πολυλογώ, το 1930, που τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα από τον Νότο είχαν φτάσει στις βορειότερες περιοχές, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να χτίσουν ξανά τη ζωή τους. Έβγαιναν από το πρωί για να βρουν δουλειά, γυρνούσαν για να φάνε και το απόγευμα πάλι το ίδιο. Όταν έφτανε λοιπόν το βράδυ, πριν επιστρέψουν στην τρύπα όπου έμεναν, έψαχναν κάπου να πιούν ένα φτηνό ποτέ. Ο Chester δε νομίζω να το ‘κανε από την καλή του την καρδιά, αλλά από τη θέλησή του να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα λεφτά, πάντως τους δεχόταν στο μαγαζί του και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, είχε πάντα πουλήσει σχεδόν όλο το μουν-σάιν που είχε στην κάβα του.
 Οι μαύροι μετανάστες φαίνεται είχαν βρει καταφύγιο σ’ αυτό το μπαρ και δεν ένιωθαν καμία απειλή που ο ιδιοκτήτης του ήταν λευκός. Ένα χρόνο αργότερα, το Chesters Burgundy είχε γίνει γνωστό σε όλη την κοινότητα των μαύρων της πόλης και τα βράδια που οι άντρες σχολούσαν από τη δουλειά, το μπαρ γέμιζε και θύμιζε πραγματικά εκείνα τα juke joints του Νότου, τα οποία εμείς δεν είχαμε δει ποτέ, παρά μόνο είχαμε ακούσει γι’ αυτά.
 1931 και τα μεταναστευτικά κύματα θα αργούσαν πολύ να σταματήσουν. Καινούργιες φάτσες εμφανίζονταν συνέχεια στο Burgundy. Μια απ’ αυτές κουβάλησε μια φορά στο μαγαζί μια κιθάρα. Πάντα αναρωτιόμουν πως αυτοί οι άνθρωποι είχαν πρόσβαση σε τέτοια πολυτέλεια όπως είναι τα μουσικά όργανα. Το βράδυ εκείνο λοιπόν, η παρέα του νεαρού κιθαρίστα, με το λίγο θάρρος που ‘χε αποκτήσει, ζήτησε από τον Chester να σταματήσει το pick up, για να παίξει αυτός για λίγο.
 Δε μου ανέφεραν ποτέ το όνομα του κιθαρίστα (δεν ήταν και λίγοι εκείνη την εποχή), αλλά η ιστορία λέει πως είχε έρθει στο βορρά για να ηχογραφήσει τη μουσική του. Τον σκέφτομαι τεμπέλη και αλαζόνα, να νομίζει πως θα μπορέσει σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς να ζήσει μόνο από τα τραγούδια του. Βέβαια, μπορεί να ‘ταν πολύ διαφορετικός απ’ αυτό, αλλά εγώ δε μπορώ να ξέρω, ήταν πολύ πριν να ‘ρθω στην πόλη.
 Μπορώ μόνο να τον φαντάζομαι.

“Have you been in Chester’s Burgundy?
Have you been in the Burgundy, baby?
It’s a place where you can afford a drink,
And feel at home, indeed!”

Hard times, hurricane-proof and moonshine



 O Chester έφτιαξε απ’ την αρχή το μαγαζί του το 1928. Θα πρέπει να ήταν πολύ νέος, αλλά δυστυχώς αυτό είναι ότι πιο σαφές έχω καταφέρει να υπολογίσω. Ως τότε, το Chesters Burgundy ήταν το Burgundy σκέτο, ένα βιβλιοπωλείο που ανήκε στον πατέρα του και το δούλευαν όλη η οικογένεια μαζί. Οι περισσότεροι πιστεύουνε πως το μαγαζί αυτό έγινε μπαρ λίγο καιρό μετά το θάνατο του Alvin Summers, πατέρα του Chester. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει μια ασάφεια γύρω απ’ αυτή την πληροφορία και γύρω από τη ζωή και το χαρακτήρα του Chester Summers γενικά. Η ασάφεια αυτή έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης και τροφή για ιστορίες, για όσους πηγαίνουν ακόμα στο Burgundy. Μπορεί μια μέρα να συγκεντρώσουμε όλες τις πληροφορίες, τις ιστορίες και τα κουτσομπολιά που γνωρίζει ο καθένας, και να φτιάξουμε ένα βιβλίο για το μπαρ αυτό. Ως τότε, το μυστήριο γύρω από τον ιδιοκτήτη του κι οι αναμνήσεις μας εδώ, δίνουν στα απογεύματά και τα βράδια μας ενδιαφέρον.
 Ένα χρόνο μετά την ίδρυση του Chesters Burgundy, ξέσπασε το κραχ, που έφερε στη χώρα – ή μάλλον, στον κόσμο όλο!- την καταστροφή. Το μπαρ τότε τα πήγαινε μέτρια και ο Chester έβλεπε να μπαινοβγαίνουν μούτρα που δεν ανταποκρίνονταν στο ποιους θα ήθελε να σερβίρει. Το μέρος όμως του ανήκε και, όσο μπορώ να καταλάβω, είναι άνθρωπος με πείσμα, οπότε δε θα κουνιόταν από ‘κει ούτε με το κραχ, ούτε με τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, ούτε καν με τυφώνα!
 Και πράγματι έτσι έμοιαζε το Burgundy το 1934 που η χώρα ανασταινόταν και ξεκινούσε η καρδιά της να χτυπά και πάλι. Έμοιαζε σαν να είχε σαρώσει ένας τυφώνας την περιοχή και το μόνο που ‘χε απομείνει όρθιο ήταν το μπαρ του Chester, με τα σημάδια των καιρών εμφανή πάνω του.

 Ένα πράγμα που έκανε το Chesters να επιβιώσει ήταν το φτηνό του ουίσκυ, φτιαγμένο από ένα άγνωστης ποιότητας απόσταγμα καλαμποκιού, που τότε το ονόμαζαν μοuν-σάιν. Ένα άλλο, ήταν το γεγονός πως, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των καταστημάτων εκείνης της εποχής, επέτρεπε την είσοδο σε μαύρους.
 Τέτοια μέρη εκείνη την εποχή θεωρούνταν ακόμα βρώμικα κι επικίνδυνα, αλλά μάλλον το πείσμα του Chester νίκησε με τον καιρό και το δεύτερο πράγμα που ένας τυφώνας δε μπορεί ποτέ να νικήσει: τα στερεότυπα.

Peg Leg Sam

  Ο Sam ξεκίνησε να δουλεύει χαμάλης στο Burgundy τα χρόνια της μεγάλης φτώχειας. Είχε πλάκα αυτός ο τύπος! Τότε ήταν ήδη πολύ μεγάλος. Το πρόσωπό του άσχημα αποστεωμένο και τα χέρια του γεμάτα ρόζους. Το στόμα του ήταν φαφούτικο και είχε στραβώσει προς τη μια μεριά, δίνοντάς του ένα μόνιμο αλλόκοτο χαμόγελο. Δούλεψε 2-3 χρόνια στο μαγαζί του Chester. Πολλοί τον θυμούνταν σαν να ήταν ένα φάντασμα. Ένα από τα καλά φαντάσματα σίγουρα. Δε λέω πως ο γέρο-Sam ήταν άγιος, αλλά ο τρόπος που γελούσε μετά από κάθε πρότασή του (μ’ αυτή την ακατανόητη νότια προφορά) και τα χωρατά και οι ιστορίες του έκαναν του πάντες να τον αγαπάνε.
 Ήταν τεμπελχανάς ο άτιμος. Κάθε φορά που του ‘μενε λίγος χρόνος ελεύθερος, έβρισκε παρέα ανάμεσα στους θαμώνες του μαγαζιού και καθόταν μαζί τους συμμετέχοντας στις πλάκες τους, καπνίζοντας και που και που κατεβάζοντας και κανα ποτό. Όλοι ήξεραν ότι ο Sam είχε ζήσει μια ζωή ίση με τρεις σαν αυτές που ξέρανε τότε οι άνθρωποι. Κάθε που τον έπιανε το κέφι, αμολούσε και μια ιστορία. Το πόδι του δε το ντρεπότανε. Μάλιστα, είχε πει κάμποσες φορές την ιστορία για το πώς το είχε σακατέψει.

 Όταν ο Sam ήταν μικρός, δούλευε μαζί με τα 7 αδέρφια του στο περιοδεύον σόου του πατέρα του, μαζί με ένα θίασο άλλων 20 ατόμων. Το σόου τους περιλάμβανε κλόουν, ζογκλέρ και φυσικά τραγουδιστές, και ταξίδευαν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του νότου. Όταν ο Sam έγινε 23, σιχάθηκε τη δουλειά στο θίασο. Είχε βαρεθεί να ράβει κοστούμια, να μακιγιάρει νάνους και χορεύτριες και πάνω απ’ όλα είχε κουραστεί όλες εκείνες τις κατσάδες του πατέρα του για το παραμικρό. Μέχρι να κλείσει τα 18, ο Sam έτρωγε ξύλο με τη ζώνη, ακριβώς όπως και τα αδέρφια του. Όταν πια ενηλικιώθηκε, το ξύλο σταμάτησε, αλλά όχι και η ψυχολογική βία. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι περίεργο που με τέτοια ζωή ο Sam μπορούσε και ήταν τόσο γελαστός τύπος στα γηρατειά του.
 Ένα βράδυ λοιπόν, στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1883 ο Sam σήκωσε για πρώτη φορά κεφάλι στον πατέρα του. Είχαν κατασκηνώσει με το θίασο ακριβώς έξω από ένα χωριό κοντά στο Winnsboro και ξεκουράζονταν πριν τον προγραμματισμένο σαματά της πρώτης μέρας της εμφάνισής τους εκεί. Ο Sam συνάντησε τον πατέρα του στη μεγαλόπρεπη σκηνή του (μεγαλόπρεπη σήμαινε απλώς πως χωρούσε να κοιμηθεί λίγο πιο άνετα από τους υπόλοιπους που ήταν στοιβαγμένοι).
-        Πού είναι το κουστούμι του «ιπτάμενου», Sam;
«Ιπτάμενος» λεγόταν ένα από τα πιο πετυχημένα νούμερα του σόου.
-        Νομίζω πως το ξεχάσαμε στην τελευταία στάση, κύριε.
«Κύριε»… καθόλου δεν του κολλούσε του γέρο-Jackson το κύριε, αλλά του Sam του είχε κολλήσει από εκείνη τη μέρα που ήταν δώδεκα κι ο πατέρας του πάνω στο ξύλο που του έδινε, μέσα στο μεθύσι του του έσπασε το αριστερό του χέρι. Από τότε ο Sam έτρεφε γι’ αυτόν έναν απερίγραπτο τρόμο, αλλά κι ένα μίσος που δε θα έμενε μέσα του για πολύ ακόμα.
-        Ποιος το ξέχασε, Sam; Ήμουν μήπως εγώ;
-        Όχι, κύριε.
-        Ποιος ήταν τότε Sam, αγόρι μου;
-        Εγώ το ξέχασα, κύριε. Θα μου παράπεσε κάπου καθώς μάζευα τα υπόλοιπα.
-        Ω, σταμάτα τώρα τις δικαιολογίες, του είπε με ήρεμη και δήθεν ζεστή φωνή. Με τον ίδιο διεστραμμένο τόνο συνέχισε:
-        Πιστεύεις πως πρέπει να αρχίσω να χρησιμοποιώ πάλι τη ζώνη, Sam; Τι λες; Αν σου δώσω μοναχά δύο ή τρεις ξυλιές με τη ζώνη, πιστεύεις πως θα σου ξανα…παραπέσει κάποιο κουστούμι; Ε; ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΙΛΑΣ ΜΙΚΡΟ ΜΠΑΣΤΑΡΔΑΚΙ;!
 Ο τόνος του άλλαξε ξαφνικά με τρόπο που είχε μάθει να περιμένει ο Sam. Δεν είχε μάθει όμως και να μη σοκάρεται, κάθε φορά που ο πατέρας του έβγαινε εκτός εαυτού. Ο Sam δεν την άντεχε αυτή την πίεση πια. Λίγο πριν αρχίσει κι αυτός να φωνάζει, ξέσπασε σε κλάματα, που διόλου δεν μαλάκωσαν τον τόνο του πατέρα του:
-        ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ; ΚΛΑΙΣ; ΚΛΑΙΣ ΡΕ ΣΚΑΤΟΠΑΙΔΟ; ΤΙ ΘΑ ‘ΛΕΓΕ ΡΕ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΑΝ ΣΕ ‘ΒΛΕΠΕ; ΤΗ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΡΕ ΣΚΑΤΟΠΑΙΔΟ ΠΟΤΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΟΥ; ΠΟΥ ΕΦΤΥΝΕ ΑΙΜΑ ΝΑ ΣΑΣ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ…
-        Μην την ξαναβάλεις στο στόμα σου τη μαμά, είπε ο Sam ανάμεσα στα αναφιλητά του, με τόνο παιδικό.
-        Τι είπες…;
-        Είπα να μην ξαναβάλεις στο βρωμόστομά σου το όνομα της μάνας μου, το κατάλαβες γέρο-μεθύστακα;
Ο Jackson σοκαρίστηκε από τα λόγια που έβγαιναν (για πρώτη φορά) από το στόμα του γιού του. Πραγματικά δεν ήξερε τι να πει, αλλά δε χρειάστηκε, γιατί συνέχισε ο Sam να μιλάει:
-        Άκου να δεις… δε με νοιάζει αν τη βαράς τη μικρή, και τους άλλους τέσσερις. Αν αυτοί μπορούν και το αντέχουν, πρόβλημά τους. Εμένα δε θα με ξαναενοχλήσεις, τ’ ακούς;
-        Μπα, σοβαρά; Και γιατί, παρακαλώ;
-        Γιατί θα φύγω. Θα φύγω και στο υπόσχομαι πως δε θα με ξαναδείς ποτέ στα μάτια σου… στα κόκκινα απ’ το ποτό μάτια σου!
-        Πώς τολμάς να μου μιλάς έτσι μικρέ; Δε σέβεσαι τον πατέρα σου; Αυτόν που σε ταΐζει και που σου δίνει δουλειά; Πού θα ήσουν παλικάρι μου αν δε σε τραβούσα εγώ από πίσω μου; Πίσω στο χωράφι; Ε; θα φυλούσες τα παπούτσια κάποιου ασπρουλιάρη, που ταυτόχρονα θα σε έφτυνε; Παρ’ το απόφαση, μικρέ. Δε μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα. Θα ξεχάσω το μικρό σου ξέσπασμα και από αύριο θα δούμε πόσο σε νοιάζει για τα αδέρφια σου… θα είσαι και πάλι στην ίδια μοίρα μ’ αυτούς. Τώρα χάσου από μπροστά μου.
 Όταν έρχεσαι σε τέτοια αντιπαράθεση με τον πατέρα σου, η αρχική δόση αδρεναλίνης που σε κάνει τελικά να μιλήσεις, πολλές φορές δεν είναι αρκετή για να υποστηρίξεις τη μάχη που μόλις άρχισες. Κάπως έτσι ένιωθε ο Sam, που είχε μείνει σιωπηλός όλη αυτή την ώρα που ο πατέρας του μιλούσε, και τώρα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν κι έπειτα σηκώθηκε και βγήκε από τη σκηνή, παίρνοντας το δρόμο για το δικό του κρεβάτι.

Αυτός ο παλιάνθρωπος ο Jackson νόμιζε ότι είχε επιβληθεί για άλλη μια φορά στον γιό του και, παρά την ταραχή που του προκάλεσε αυτή η… εξέγερση, κοιμήθηκε ήσυχος εκείνο το βράδυ, αγκαλιά με το μισογεμάτο του φλασκί.
 Την ίδια στιγμή, ο Sam έβαζε μέσα στην παλιά βαλίτσα που χρησιμοποιούσε ο κλόουν στο νούμερό του κάποια από τα ρούχα του, τις δυο φυσαρμόνικές του και το φυλαχτό που του ‘χε πλέξει η μάνα του. Έκανε όσο πιο αργές κινήσεις μπορούσε, για να μη ξυπνήσει όλο το θίασο που κοιμόταν γύρω του, αλλά ένιωθε τόση ένταση, που η υπερκινητικότητά του έκανε μεγάλο σαματά. Το είχε πράγματι αποφασίσει: θα έπαιρνε δρόμο από το θίασο και τη φυλακή που κατοπτριζόταν στο βλέμμα του πατέρα του. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο μάταια έβρισκε τη διαδικασία αυτή με τη βαλίτσα. Έτσι κι αλλιώς, αν όντως το έσκαγε με τον τρόπο που σχεδίαζε, δε θα μπορούσε να κουβαλήσει εύκολα τη βαλίτσα μαζί του.
 Άρπαξε το φυλαχτό της μάνας του και τις φυσαρμόνικες και βγήκε πάλι στη γλυκιά δροσιά του Σεπτέμβρη.

 Όταν απομακρύνθηκε από την κατασκήνωση που ‘χε στήσει ο θίασος, βάλθηκε να εντοπίσει τις ράγες του τραίνου. Μέσα στη νύχτα και με μοναδικό φως αυτό του φεγγαριού, ήτανε δύσκολο εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, λίγη ώρα αργότερα, τον βοήθησε ο σαματάς ενός τραίνου που ερχόταν απ’ το βορρά. Ακολούθησε το ένστικτό του μα, όταν βρήκε τις ράγες, το τραίνο είχε πια περάσει και εκείνος δεν είχε καταφέρει να πηδήσει. Είχε απομείνει μόνο να κοιτάζει τα τελευταία του βαγόνια να απομακρύνονται, θαρρείς κοροϊδευτικά.
 Έκατσε μέσα στο σκοτάδι να ξαποστάσει λίγο και να σκεφτεί γι’ άλλη μια φορά το φευγιό του. Αν μαντεύω σωστά, το σκεφτόταν για αρκετά χρόνια έπειτα από τότε. Όταν βρήκε την ανάσα του και πάλι, ξεκίνησε με αργό βήμα  να περπατάει πάνω στις ράγες, μέχρι να φανεί το επόμενο τραίνο. Είχε βγάλει τη μια φυσαρμόνικα από την τσέπη και βάλθηκε να μιμείται τον ήχο της ατμομηχανής*.

 Όταν το επόμενο τραίνο άρχισε να δονεί με την ιλιγγιώδη του ταχύτητα τις ράγες, ο Sam κόντευε να κοιμηθεί όρθιος. Μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα να περπατήσει όλο το βράδυ, γιατί τώρα δεν θα ‘ταν έτοιμος να πηδήξει πάνω στο τραίνο.
 Αυτό το πήδημα δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Sam το ‘χε μάθει βέβαια καλά από τα χρόνια που ταξίδευε με τον θίασο, θυμόταν όμως και κάποιους που δεν τα ‘χαν καταφέρει και πολύ καλά κατά καιρούς.
 Όταν το τραίνο εμφανίστηκε στη στροφή, ο Sam κατέβηκε απ’ τις ράγες και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να πηδήσει στο βαγόνι.
 Το τραίνο τώρα ούρλιαζε καθώς περνούσε απίστευτα γρήγορα από μπροστά του κι ο Sam, με αδρεναλίνη ίδια με την χθεσινοβραδινή, πήδησε με δύναμη προς το τέταρτο βαγόνι.
 Ήταν ένα απαίσιο σάλτο, πραγματικά. Το σώμα του Sam στην ουσία χτύπησε πάνω στο βαγόνι και τινάχτηκε πίσω. Έτσι, ο Sam κατέληξε στο έδαφος, με το πόδι του να προεξέχει με μια πολύ παράξενη γωνία, που ο Sam δεν είδε ποτέ γιατί λιποθύμησε.

Το άλλο πρωί, τον βρήκανε κάτι γελαδάρηδες, έξω από το διπλανό χωρίο, την προηγούμενη στάση του θιάσου. Είχε μείνει στην ίδια στάση μέχρι αργά το πρωί και είχε παγώσει από το κρύο της αυγής. Τον πήγαν άρον-άρον στο χωριό μήπως καταφέρουν να σώσουν το πόδι του και εν τέλει δεν τα κατάφεραν κι άσχημα. Εντάξει, ο Sam δε χόρεψε ποτέ από τότε κι ύστερα, μπορούσε όμως να χρησιμοποιεί το πόδι του αρκετά ώστε να δουλέψει αργότερα χαμάλης.
 Στα 70 του.
 Όταν ανάρρωσε το πόδι του και μπορούσε να το πατήσει, πήγε στο σταθμό του τραίνου για να ξεκινήσει αυτό που δεν κατάφερε να ξεκινήσει το προηγούμενο βράδυ.
 Έκατσε πίσω-πίσω στο βαγόνι για τους μαύρους και κοίταξε απ’ το παράθυρο. Ήταν ένα μικρό τραίνο. Μια ασήμαντη διαδρομή από ‘κει προς το Νότο, όπου δεν είχε ιδέα τι τον περίμενε. Οι ιστορίες του μόλις ξεκινούσαν.
 Κάπως έτσι ένιωθε κι αυτός.
 Ταυτόχρονα, έτριβε λίγο το πόδι του, που τον πονούσε ακόμα. Δεν είχε καταφέρει να πηδήξει πάνω στο βαγόνι όπως του ‘χε μάθει ο πατέρας του.
 Ο πατέρας του…
 Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια του όταν το τραίνο σφύριξε για την αναχώρησή του. Ο Sam ένιωθε τον πόνο που νιώθει κάποιος όταν μισεί κάποιον που αγαπάει.








*Peg leg Sam - Fast freight train

Broken hearted drunk

Αν ποτέ έφτιαχνα εγκυκλοπαίδεια με όλες τις φιγούρες που πέρασαν ποτέ από το μπαρ, θα χρειαζόταν ένας τόμος τουλάχιστον γι’ αυτούς που πάτησαν εδώ ελάχιστα, έστω και μόνο μια φορά. Οι λεπτομέρειες του τόμου αυτού θα ‘ταν περισσότερες ίσως από αυτές που θα αναφέρονταν στις τρανταχτές περσόνες. Αυτό γιατί ένα ανοιχτό βιβλίο, με όλες του τις σελίδες χιλιοδιαβασμένες, μπορεί να σου δώσει μια όμορφη ιστορία. Ένα κλειδωμένο μπαούλο όμως, που δε θα μάθεις ποτέ τι κρύβει μέσα, γεννά δεκάδες όμορφες ιστορίες.

 Μπήκε ένα βράδυ του Απρίλη στου Chester. Δέκα η ώρα και ήταν ήδη στουπί.
 Ήταν μια μελαγχολική βραδιά για όλους μας. Γι’ αυτό έφταιγε κυρίως το ρεπερτόριο του Bo. Πρέπει να περνούσε δύσκολα εκείνο τον καιρό. Στην αρχή ήταν ταραγμένος όταν ανέβηκε να παίξει. Μετά τα πρώτα πέντε κομμάτια και το πρώτο ποτήρι ουίσκι όμως ηρέμησε κάπως. Ίσως απορροφήθηκε στα πλήκτρα και τις νότες… ή κάτι τέτοιο απ’ αυτά που παθαίνουν καμιά φορά οι μουσικοί. Μαζί μ’ αυτόν, ηρέμησε και το κοινό. Την ώρα που ο μεθυσμένος μπήκε, ακούγαμε με συγκίνηση το γιγάντιο πιανίστα να ερμηνεύει το a change is gonna come.
 Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο μπαρ τρέχοντας, αγνοώντας το μουσικό δρώμενο στα δεξιά του. Χύθηκε στο μπαρ και με ένα νευρικό νεύμα κάλεσε τον Chester, που ήταν στο μπαρ εκείνο το βράδυ. Ο τύπος για όλο το βράδυ αποτέλεσε εκνευριστικό περισπασμό από τη μουσική του Bo. Μόνο προς το τέλος λιγάκι ηρέμησε και απέμεινε να κοιτάζει προς τον Bo με μάτια που γυάλιζαν και βλέμμα απλανές. Είχε πάει 11.30 κι ο τύπος είχε κατεβάσει ήδη τρία ποτά. Η διάθεσή του ήταν κάτι παραπάνω από μελαγχολική. Στην πραγματικότητα μυξόκλαιγε δυνατά, ψιθυρίζοντας ακαταλαβίστικα παράπονα.
 Κάποια στιγμή, με ασταθές βήμα και κεφάλι που γυρίζει, βάδισε ως το σημείο που βρισκόταν το πιάνο. Έσκυψε στο αυτί του Bo, την ώρα που αυτός έκανε διάλειμμα ανάμεσα σε δύο κομμάτια για μια γουλιά ουίσκυ, και κάτι του είπε. Ο Bo έγνεψε καταφατικά και μετά στράφηκε στο κοινό: «Την προσοχή σας παρακαλώ. Ο φιλαράκος από ‘δω θέλει να πει ένα τραγούδι», ανήγγειλε με την τρανταχτή βραχνή φωνή του. Ακολούθησε ένα διστακτικό χειροκρότημα και ο μεθυσμένος τύπος περπάτησε εξίσου διστακτικά προς το δεύτερο μικρόφωνο.
 Ο Bo ξεκίνησε ένα μελαγχολικό ματζόρε και ο τύπος ξερόβηξε στο μικρόφωνο, ενώ ταυτόχρονα χαλάρωσε τη γραβάτα του.

 Ο μυστήριος τύπος είπε το τραγούδι και κατέβηκε κλαμένος από τη σκηνή, λαμβάνοντας χειροκρότημα ακόμα και από τον Bo. Είμαι σίγουρος πως ελάχιστοι εκείνο το βράδυ δεν αναρωτήθηκαν τι ήταν αυτό που ‘χε προκαλέσει τη σπαρακτική εκείνη ερμηνεία. Αν και, οι στίχοι μας έδωσαν αργότερα την αρχή (ή το τέλος, ίσως) της ιστορίας του.
 Από τότε, δεν έχω ξανακούσει ωραιότερη εκτέλεση του love in vain.

Johnny Coleridge

 Άλλο ένα βροχερό απόγευμα κι εμείς καθόμαστε όπως πάντα στο συγκεκριμένο τραπεζάκι και μιλάμε μια για το παρόν, μια για το παρελθόν. Δεν είναι μόνο το ότι το παρόν είναι τόσο ανιαρό αυτό που κάνει τις συζητήσεις μας να αφορούν τα περασμένα. Είναι κυρίως ο πλούτος όλων εκείνων των ημερών και η γοητεία των ιστοριών.


« Ο Μπο ίσως να ήταν το στοιχείο αυτό που έκανε λευκούς και μαύρους να συνυπάρξουν τελείως αρμονικά μέσα στο Burgundy. Δε μπορώ να πω πως το μπαρ αυτό συνέβαλλε τότε στην εξάλειψη του ρατσισμού γενικά, ξέρω όμως πως εκεί μέσα δε συνέβη ποτέ τέτοιου είδους επεισόδιο (τουλάχιστον όσο καιρό τριγυρνάω εγώ εκεί μέσα). Σαν να έμπαινες σε άλλο κόσμο όταν έμπαινες στο Chesters Burgundy. Σ’ έναν κόσμο με δικούς του κανόνες, δικά του ωράρια και δικά του ήθη.
 'Ηταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε ο Μπο με το επιβλητικό του παίξιμο (που ανταποκρινόταν και στην επιβλητική του εικόνα), που κάθε Πέμπτη που έπαιζε στο Chesters, όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα.
 Που και που έβαζε στο πρόγραμμά του κάποια απ’ τα γνωστά τραγούδια της εποχής, όμως το ρεπερτόριό του αποτελούνταν κυρίως από δικές του συνθέσεις, που κάθε μια ήταν και μια διαφορετική ιστορία. Ο Τσέστερ δεν ενοχλούνταν απ’ αυτό, αφού ότι και να ‘παιζε ο Μπο, το μαγαζί ήτανε φίσκα.

 Ένα βράδυ απ’ αυτά που ο Μπο ξεσήκωνε όλο τον κόσμο με το παίξιμό του, εμφανίστηκαν στο Burgundy τρεις τύποι. Και οι τρεις φορούσαν μπεζ σακάκια και κουβαλούσαν τρεις διαφορετικού μεγέθους θήκες. Ο ένας, που είχε ξαναεμφανιστεί κανα δυο φορές στο μπαρ, λεγόταν Τζόνυ. Περίεργη φυσιογνωμία και όχι ιδιαίτερα συμπαθητική. Ήταν ο άντρας με το πιο σκούρο δέρμα που ‘χω δει ποτέ. Πανύψηλος, κοντά στα δύο μέτρα και το μακρουλό σουλούπι του τονιζόταν από το γεγονός πως ήταν εξαιρετικά λεπτός. Με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά και με το αυγόσχημο κεφάλι του, ο Τζόνυ δύσκολα περνούσε απαρατήρητος.
 Μπήκαν στο μαγαζί με ησυχία, για να μην αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από τον Μπο, που εκείνη την ώρα έπαιζε ένα πολύ ήσυχο και ατμοσφαιρικό κομμάτι. Ο Τζόνυ είχε ένα χαμόγελο που έλεγε πως αυτός και η παρέα του είχαν έρθει στο σωστό μέρος.
 Κάθησαν σε ένα τραπέζι και παρήγγειλαν στον Τσέστερ ουίσκι. Ως τότε είχαν περάσει απαρατήρητοι, αφού τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα προς τον μεγαλόσωμο πιανίστα. Ο ίδιος ο Μπο όμως τους έβλεπε όλους από το λιγάκι υπερυψωμένο stage και κοιτώντας προς το τραπέζι του Τζόνυ, κατάλαβε πως αυτά μέσα στις θήκες ήταν μουσικά όργανα.
 Το τραγούδι τελείωσε και μετά το χειροκρότημα, ο Μπο απηύθυνε από το μικρόφωνο το λόγο στην παρέα των μουσικών: «Είχατε κανένα καλό παίξιμο, παιδιά; Γιατί δεν έρχεστε εδώ να παίξουμε κάτι όλοι μαζί;». Οι τρεις τους κοίταξαν τον Τσέστερ, που απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. Ο Τζόνυ έκανε στον Μπο μια χειρονομία περιστρέφοντας τον μακρύ του δείκτη. Αυτός κατάλαβε και ξεκίνησε να παίζει ένα φασαριόζικο boogie-woogie μέχρι να κουρδίσουν. Το κοινό τώρα είχε βγει από την ατμόσφαιρα που τους είχε βάλει το πιάνο και είχαν γυρίσει και κοιτούσαν τους τρεις τύπους με τα μπεζ σακάκια να βγάζουν από τις θήκες τους τα πνευστά και να φυσάνε σιγανά μέσα στα επιστόμια.
 Ο Μπο τελείωσε το κοπάνημα του πιάνου και εξέλαβε ένα αφηρημένο χειροκρότημα. Οι άλλοι τρεις περπάτησαν προς τη σκηνή με τα όργανα στα χέρια: Ο Μίλι την τρομπέτα, ο Τσακ το σαξόφωνο και ο Τζόνυ το κλαρινέτο.
 Μια μικρή αμηχανία επικράτησε όσο οι τρεις τους ήταν σκυμμένοι πάνω από το πιάνο και μουρμούριζαν με τον Μπο για το τι να παίξουν. Μετά από δυο λεπτά μουρμούρας και ενώ το κοινό περίμενε, τα πνευστά πήραν θέση στη σκηνή και ο Τζόνυ έδωσε το ρυθμό κροταλίζοντας τα δάχτυλά του.

 Μεγάλη επιτυχία αυτή η μουσική συνεύρεση. Τα χειροκροτήματα του κόσμου κάλυπταν ακόμα και τη φωνή του Μπο. Ακόμα και ο Τσέστερ έμοιαζε να το διασκεδάζει. Τέσσερα κομμάτια μετά, ο Μίλι και ο Τσακ κατέβηκαν απ’ τη σκηνή για να ξαποστάσουν λίγο και για να κατουρήσουν τα τρία ουίσκυ που είχανε ήδη πιεί. Ήτανε μια μεγάλη βραδιά στο Burgundy, κι αυτό μπορούσες να το καταλάβεις κι από τα βλέμματα του Μπο και του Τζόνυ, που δεν έλεγαν να σταματήσουν να παίζουν. Ο Μπο είχε καταϊδρώσει, ενώ και ο Τζόνυ είχε βγάλει το σακάκι του και είχε ανασηκώσει τα μανίκια του.
 Ακόμα ένα μικρό κενό επικράτησε στο πρόγραμμα, καθώς ο Τζόνυ πήγε ως το τραπέζι που καθόταν πριν, για να πάρει μια παρτιτούρα από τη θήκη του.
 My favorite things” διάβασε ο Μπο, όσο ο Τζόνυ του εξηγούσε τις συγχορδίες.
-        Το ‘χεις; Τον ρώτησε.
-        Εε, δεν ξέρω… απάντησε διστακτικά ο Μπο που είχε συνηθίσει να παίζει τα δικά του. Πώς πάει περίπου;
-        Σαν να ονειρεύεσαι την καλή σου να χορεύει’ να χορεύει αργά. Του απάντησε ο Τζόνυ και έβαλε το επιστόμιο στο στόμα του, δείχνοτας στον Μπο πως δεν υπήρχε περίπτωση να μην το παίξουνε.
 Έδωσε τον ρυθμό ψιθυρίζοντας και το κομμάτι άρχισε.
 Μετά απ’ αυτό, ήταν η τέλεια στιγμή για να σταματήσουν. Όλο το κοινό είχε μαγευτεί από την απαλή μελωδία και οι δύο μουσικοί έμεναν για λίγο με κλειστά τα μάτια. Πρώτος κουνήθηκε ο Μπο που, με τη βροντερή φωνή του, έσπασε την ύπνωση όλων μας: «Δώστε ένα δυνατό χειροκρότημα για τον φιλαράκο μου τον Τζόνυ και την παρέα του, που κάνανε τούτη τη βραδιά αξέχαστη». Αμέσως το Burgundy σείστηκε από ένα χειροκρότημα που κόντεψε να σπάσει τα τζάμια. Ο Τζόνυ υποκλίθηκε σεμνά και πήρε το δρόμο για το τραπέζι όπου κάθονταν και πάλι οι δύο φίλοι του.
«Αυτό ήταν και το τελευταίο για απόψε, σας ευχαριστούμε πολύ!». Άλλο ένα χειροκρότημα και αυτή τη φορά αποχώρησε από τη σκηνή και ο Μπο με το βαρύ του περπάτημα να τραντάζει όλο το μαγαζί.

 Οι τελευταίοι πελάτες πλήρωναν τώρα και φορούσαν τα σακάκια τους. Ο Μπο φόρεσε κι αυτός το δικό του, που έμοιαζε στ’ αλήθεια με κουρτίνα στο μέγεθος, και περπάτησε ως το τραπέζι όπου πίνανε το τελευταίο ποτό τους οι τρεις φίλοι.
-        Σπουδαίο gig παιδιά, σας ευχαριστώ!
-        Εμείς ευχαριστούμε δικέ μου. Χαιρόμαστε που βλέπουμε ότι το μπλουζ μένει ακόμα ζωντανό σ’ αυτήν εδώ την πόλη, του απάντησε ο Τζόνυ.
-        Τζόνυ γιέ μου, τι ήταν αυτό το τελευταίο;
-        Είναι από ένα musical, μόνο που το άλλαξα λίγο.
-        Του άλλαξες τα φώτα θες να πεις, τον πείραξε ο Μίλι.
-        Χα, ναι, κάπως έτσι.
-        Όπως και να ‘χει, ήτανε μαγικό. Δεν έχω ξανακούσει τέτοιο πράγμα. Αλλά να θυμάσαι, the blues are the roots and the others musics are the fruits. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, καλό βράδυ!
-        Ναι, θα προσπαθήσω!


 Και κάπως έτσι τελείωσε η γνωριμία του Μπο και του Chesters Burgundy με τον Τζόνυ Κόλριτζ, που έμελλε αργότερα να γεμίζει με τη μουσική του χώρους πολύ μεγαλύτερους απ’ αυτό το μικρό μπαράκι.»




-        - Πρώτον, μικρό είναι το μάτι σου! Δεύτερον, που το ξέρεις ότι τελείωσε έτσι η γνωριμία τους, αφού δεν ήσουν εκεί; Καλά δε λέω ρε παιδιά;
-        - Εεε, ‘ντάξει, μπορεί να μην τελείωσε έτσι, αλλά κάπως έτσι το φαντάζομαι.

The bourbon guy

 Όταν έπιαναν οι φθινοπωρινές βροχές, στο Chester’s γινόταν πολύς σαματάς. Υπήρχαν και φορές που το μαγαζί ερήμωνε - ειδικά αν ήταν καμιά Δευτέρα, αλλά τις περισσότερες φορές που έπιανε βροχή πριν χειμωνιάσει, στο μπαρ μαζευόταν πολύς κόσμος που δεν ήθελε να κάτσει σπίτι, παρά τη βροχή.
 Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ είχα από νωρίς ξεχωρίσει μέσα στο μπουλούκι έναν τύπο που, ενώ δεν τον βλέπαμε ποτέ το καλοκαίρι ή τα Χριστούγεννα, δεν έλειπε ποτέ, την περίοδο των φθινοπωρινών βροχών.
 Δεν τον πλησιάσαμε ποτέ, κι αυτός το ίδιο. Καθόταν μόνο στην άκρη του μπαρ κι έπινε ένα ποτό. Σε κοντό ποτήρι - ουίσκι μάλλον. Το καπέλο αφημένο δίπλα στα σπίρτα και τα τσιγάρα του και το βλέμμα στραμμένο προς το μπαρ. Σαν να αγνοούσε την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου εκεί μέσα. Επίσης, ποτέ δε συμμετείχε σε κεράσματα, καλαμπούρια και συζητήσεις. Με είχε ενοχλήσει αυτό στην αρχή. Μετά έμεινε στο μυαλό μου ως ένα μέρος της φωλιάς μας κι αυτός και, κάποτε πια, χάθηκε, όπως τόσοι άλλοι.
 Δεν είχε τίποτα το αντιπαθητικό ο τύπος, απλά ήθελε την ησυχία του, φαντάζομαι. Τώρα γιατί ζητούσε ησυχία εκεί μέσα, άγνωστο. Μια φορά μονάχα τον είδα να σηκώνεται από το σκαμπό και να βαδίζει προς το juke box. Με τα χέρια στηριγμένα στα πλαϊνά, επιθεώρησε τις διάφορες μουσικές για λίγο και μετά έβαλε τον πιο μπλουζ σκοπό που υπήρχε. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, περνούσε κάπως απαρατήρητος ο τύπος. Εγώ όμως το πρόσεξα κι αναρωτήθηκα γιατί. Θα τον ρωτούσα, αλλά... δεν τον ρώτησα. Ακόμα αναρωτιέμαι. Μπορώ πάντως να φαντάζομαι. Αυτό δεν κάνουμε έτσι κι αλλιώς συνέχεια εδώ;
 Από το φθινόπωρο που ο τύπος με το καπέλο σταμάτησε να έρχεται -ούτε που θυμάμαι πότε ήταν- έχουμε πει διάφορες ιστορίες γι' αυτόν, το τί τον έφερε εδώ και τι τον πήρε.

 Πάντως, όταν πιάνουν οι φθινοπωρινές βροχές και μπαίνω μέσα στο μαγαζί, πάντα γυρνώ και κοιτάζω προς τα εκεί, στη γωνία, να δω την ψηλόλιγνη φιγούρα με το σακάκι, να σιγοπίνει το ουίσκι της.